- ιερακόμορφος
- -η, -ο (Α ἱερακόμορφος, -ον)νεοελλ.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιερακόμορφατάξη πτηνών στην οποία περιλαμβάνονται οι αετοί, τα γεράκια, οι γύπες, οι κόνδορες και άλλα παρόμοια πουλιά, τα οποία μαζί με τα γλαυκόμορφα συγκροτούν την ομάδα τών αρπακτικώναρχ.(για τον Αιγύπτιο θεό Ήλιο) αυτός που εικονίζεται με μορφή γερακιού.[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ιερακόμορφος < ιέραξ, -ακος + -μορφος < μορφή (πρβλ. αυτό-μορφος, χαριτό-μορφος), ενώ το νεοελλ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. falconiformes].
Dictionary of Greek. 2013.